γενετήρ

γενετήρ
γενετήρ, ο (Α)
1. ο πατέρας
2. πληθ. γενετῆρες, οἱ
οι γονείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τήρ
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< *γεν∂-) τής ρίζας γεν- τού γίγνομαι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γενετήρ — parents masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρα — γενετήρ parents masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρας — γενετήρ parents masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρες — γενετήρ parents masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρι — γενετήρ parents masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρος — γενετήρ parents masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρσιν — γενετήρ parents masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετήρων — γενετήρ parents masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • αειγενετήρ — ἀειγενετήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που διαρκώς γεννά, παράγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενετήρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”